- χούγιασμα
- χούγιαχτό τό1) шиканье; освистывание; гиканье; крики; 2) ругань, брань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χούγιασμα — το, Ν [χουγιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουγιάζω … Dictionary of Greek
χούγιασμα — το, ατος 1. δυνατές άναρθρες κραυγές για να φοβηθούν τα γιδοπρόβατα και να φύγουν από το σπαρμένο χωράφι. 2. απροκάλυπτη δυσφήμηση κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουγιαχτό — το, Ν χούγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουγιάζω (πρβλ. ουρλιάζω: ουρλιαχτό)] … Dictionary of Greek
χουγιαχτό — το βλ. χούγιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)